- ηνιοποιός
- ἡνιοποιός, ὁ (Α)ο κατασκευαστής χαλινών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. νομισματο-ποιός, υποδηματοποιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… … Dictionary of Greek
ηνιοποιείον — ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) [ηνιοποιός] εργαστήριο κατασκευής χαλινών … Dictionary of Greek
ηνιοποιώ — ἡνιοποιῶ, έω (Α) [ηνιοποιός] κατασκευάζω ηνία, χαλινούς … Dictionary of Greek